καταπάγιος

καταπάγιος
καταπάγιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει γερή σωματική διάπλαση, ισχυρός, εύρωστος
2. το ουδ. ως ουσ. τό καταπάγιον
ορισμένη δόση, πάγια καταβολή.
επίρρ...
καταπαγίως (Α)
μόνιμα, σταθερά, συνεχώς («πόλιν καταπαγίως οἰκεῑν», Iσοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πάγιος «στερεός, σταθερός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταπαγίως — καταπάγιος solidly built adverbial καταπάγιος solidly built masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπαγίους — καταπάγιος solidly built masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπάγιον — fixed payment neut nom/voc/acc sg καταπάγιος solidly built masc acc sg καταπάγιος solidly built neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”